κισσοφόρῳ

κισσοφόρῳ
κισσοφόρος
ivy-wreathed
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κισσοφορώ — κισσοφορῶ, αττ. τ. κιττοφορῶ, έω (Α) [κισσοφόρος] 1. στολίζομαι με κισσό 2. πιθ. (για τραγικούς υποκριτές, δηλ. ηθοποιούς) βρίσκομαι σε βακχικό ενθουσιασμό …   Dictionary of Greek

  • κισσοφορία — κισσοφορία, ἡ (Α) [κισσοφορώ] 1. το να φέρει κάποιος κισσό 2. γιορτή στην οποία συμμετείχαν στεφανωμένοι με κισσό …   Dictionary of Greek

  • κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”